- έμφυτος
- -η, -οεπίρρ. -α μτφ., που σαν να είναι φυτεμένος, που δεν αποχτιέται με την πείρα ή τη διδασκαλία, φυσικός: Έμφυτη καλοσύνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἔμφυτος — inborn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμφυτος — η, ο (AM ἐμφυτος, ον) εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τευθρηνιδών αρχ. 1. αυτός που υπάρχει από τον θεό 2. κατάφυτος. επίρρ... εμφύτως με… … Dictionary of Greek
ἐμφύτως — ἔμφυτος inborn adverbial ἔμφυτος inborn masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφυτον — ἔμφυτος inborn masc/fem acc sg ἔμφυτος inborn neut nom/voc/acc sg ἔμφῡτον , ἐμφύω implant aor imperat act 2nd dual ἔμφῡτον , ἐμφύω implant aor ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύτοις — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύτου — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύτους — ἔμφυτος inborn masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύτων — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut gen pl ἐμφύ̱των , ἐμφύω implant aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύτῳ — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφυτα — ἔμφυτος inborn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)